légalement majeur - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

légalement majeur - translation to Αγγλικά

PAINTING BY CLAUDE MONET
San giorgio maggiore at dusk; San Giorgio Maggiore at dusk; San Giorgio Maggiore at dusk (Monet); Saint-Georges Majeur au Crepuscule; San Giorgio Maggiore at Dusk (Monet)
  • Version owned by the Bridgestone Museum of Art in Tokyo.
  • This photo separates the campanile and dome of San Giorgio Maggiore, as it is taken from a position nearer the Grand Canal than the dusk paintings.

légalement majeur      
n. legally major

Ορισμός

Force Majeure
The title of a standard clause in marine contract exempting the parties for non-fulfillment of their obligations as a result of conditions beyond their control, such as earthquakes, floods, or war.

Βικιπαίδεια

San Giorgio Maggiore at Dusk

Saint-Georges majeur au crépuscule (Eng: Dusk in Venice, San Giorgio Maggiore by Twilight or Sunset in Venice) refers to an Impressionist painting by Claude Monet, which exists in more than one version. It forms part of a series of views of the monastery-island of San Giorgio Maggiore. This series is in turn part of a larger series of views of Venice which Monet began in 1908 during his only visit there.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για légalement majeur
1. Il y a encore deux générations, un jeune Suisse devenait en l‘espace de deux ou trois ans légalement majeur, citoyen électeur et éligible, soldat de milice, mari et p';re de famille tout en prenant son indépendance et en accédant ŕ un statut professionnel.